- ρήτρα
- η1) оговорка, условие (в договоре и т. п.);
ποινική ρήτρα — неустойка;
2) принцип;η ρήτρα τού μάλλον ευνοουμένου κράτους — принцип наибольшего благоприятствования
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποινική ρήτρα — неустойка;
η ρήτρα τού μάλλον ευνοουμένου κράτους — принцип наибольшего благоприятствования
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ῥήτρα — ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc/acc dual ῥήτρᾱ , ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτρᾳ — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρήτρα — η / ῥήτρα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥήτρη και ηλιακ. τ. Fράτρα και κυπρ. τ. Fρήτρα, Α 1. συμφωνία με ρητούς όρους 2. ορισμένος όρος σύμβασης νεοελλ. 1. φρ. α) «γενική ρήτρα» (νομ.) στερεότυπη έκφραση με προκαθορισμένη νομική σημασία β) «ειδική ρήτρα»… … Dictionary of Greek
ρήτρα — η ορισμένος όρος σε συμφωνία που κλείστηκε: Στο συμφωνητικό ορίσαμε και ποινική ρήτρα για κείνον που θα το παραβιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥήτρας — ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem acc pl ῥήτρᾱς , ῥήτρα verbal agreement fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραι — ῥήτρᾱͅ , ῥήτρα verbal agreement fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥήτραν — ῥήτρᾱν , ῥήτρα verbal agreement fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ретра в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ретра, в древнегреческом праве — (ρήτρα) собственно словесное соглашение, сделка. В государственном праве эолических и дорических общин этим словом обозначались договора, заключавшиеся между государствами, а в законодательстве Ликурга самые законы, которые не были записаны и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ῥητρῶν — ῥήτρα verbal agreement fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥῆτραι — ῥήτρα verbal agreement fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)